ξυλοδέτης

ξυλοδέτης
ο горн, крепильщик

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ξυλοδέτης" в других словарях:

  • ξυλοδέτης — ο εργάτης μεταλλείων ο οποίος τοποθετεί κατάλληλα υποστηρίγματα στα κενά που σχηματίζονται κατά την εξόρυξη τών μεταλλευμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + δένω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»